anc. att. p. εἰσκομιδή.
ἐσκομιδή: ἐσκομίζω, ἴδε εἰσκομιδή, εἰσκομίζω.
ἐσκομιδή: ἐσ-κομίζω, βλ. εἰσ-.
importatio, conveying, introducing, 7.4.4, 7.24.3.