οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
Ἰβηρία, ἡ.
Spaniards: Ἴβηρες, οἱ.
Spanish, adj.: Ἰβηρικός.