ατος, τό, that which is cooked, food, Hsch. s.v. ὄψα (pl.), Eust.1402.16.
μᾰγείρευμα: τό, τὸ μαγειρευθέν, τροφή, Ἡσύχ., Εὐστ. 1402. 16.
τό, das Gekochte, die Speise, Vetera Lexica.