λατρευτικός
English (LSJ)
ή, όν,
A servile, Ptol.Tetr. 160, Vett.Val.335.34, al.
German (Pape)
[Seite 18] dienend, bes. auch die Götter verehrend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λατρευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θείαν λατρείαν, Θεόδ. Στουδ. σ. 82Α. Ἐπίρρ. -κῶς, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 33, 20. κτλ.