ποινήτειρα
German (Pape)
[Seite 652] ἡ, fem. zum Folgdn, Tzetz. P.. 35.
Greek (Liddell-Scott)
ποινήτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ., Τζέτζ. τὰ μεθ’ Ὅμ. 35.
[Seite 652] ἡ, fem. zum Folgdn, Tzetz. P.. 35.
ποινήτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ., Τζέτζ. τὰ μεθ’ Ὅμ. 35.