ἀποπομπέω
English (LSJ)
ἀποπέμπομαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 320] wegschicken, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπομπέω: ἀποπέμπομαι, Θεοφύλ. Σιμοκ., Ἡσύχ.
ἀποπέμπομαι, Hsch.
[Seite 320] wegschicken, VLL.
ἀποπομπέω: ἀποπέμπομαι, Θεοφύλ. Σιμοκ., Ἡσύχ.