[ῡ],
A = ἀθύρω ἐν, Χοροῖς καὶ μέλεσι Him.Or.21.8, cf. 4.9.
[Seite 825] = ἀθύρω ἐν, Sp.
ἐναθύρω: ἀθύρω ἐν, τῷ μέλει Ἱμέρ. λόγος, 24. 2, Εὐστ. Πονημάτ. 223, 96. Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐναθύροντες· παίζοντες».