ὁ, (μισθός, ἄρνυμαι)
A wageearner, Poll.4.48, Hsch. s.v. πελάται.
[Seite 190] = μισθάρνης, VLL.
μίσθαρνος: ὁ, = μισθάρνης, Πολυδ. Δ΄, 48, Ἡσύχ.