ον,
A carried in wagons, οἶκος, of the Scythians, Pi. Fr.104.
[Seite 116] οἶκος, auf Wagen geführt, Pind. frg. 72.
ἁμαξοφόρητος: ον = ὁ φερόμενος ἐν ἁμάξῃ, ἁμ. οἶκος, περὶ τῶν Σκυθικῶν οἰκημάτων, Πινδ. Ἀποσπ. 72.