αὔταρχος
English (LSJ)
ον,
A autocratic, ἰσχύς Id.61.7: as Subst., IGRom.4.1612 (Hypaepa).
German (Pape)
[Seite 395] ὁ, = αὐτάρχης.
Greek (Liddell-Scott)
αὔταρχος: -ον, δεσποτικός, ἀπόλυτος, ἰσχὺς Δίων Κ. 61. 7: ― ὡς οὐσιαστ. = αὐτοκράτωρ, Κ. Μανασσ. Χρον. 3867, 5410, 6245.