Adv.
A very cautiously, gloss on ἀνακῶς, Erot. (περιφυλ- codd.).
[Seite 587] wohl bewacht, Sp.
περιπεφῠλαγμένως: Ἐπίρρ., μετὰ πολλῆς προφυλάξεως, Ἐρωτιαν. σ. 66 ἐν λ. ἀνακῶς.