θεατρόμορφος
English (LSJ)
ον,= θεατροειδής,
A theatre-shaped, Lyc.600.
German (Pape)
[Seite 1190] = θεατροειδής, Lycophr. 600.
Greek (Liddell-Scott)
θεᾱτρόμορφος: -ον, = θεατροειδής, ἔχων σχῆμα θεάτρου, Λυκ. 600.
ον,= θεατροειδής,
A theatre-shaped, Lyc.600.
[Seite 1190] = θεατροειδής, Lycophr. 600.
θεᾱτρόμορφος: -ον, = θεατροειδής, ἔχων σχῆμα θεάτρου, Λυκ. 600.