ἐλασμάτιον
English (LSJ)
[μᾰ], τό, Dim. of foreg., Dsc.Eup.2.168, Heliod. ap.Orib.49.4.59, Gal.19.148.
German (Pape)
[Seite 789] τό, dim. zum Vorigen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλασμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., Διοσκ. περὶ Εὐπορίστ. 2. 164, Γαλην. Λεξικ. σ. 582 ἐν λέξει ὑπάλειπτρον.