ον, of sound,
A redoubled, Nonn. D.47.26.
[Seite 624] doppelt tönend; αὐλός Nonn. D. 1, 40.
δίθροος: -ον, ἐπὶ ἤχου, διπλοῦν ἦχον ἐκπέμπων, Νόνν. Δ. 47. 26.