ατος, τό,
A ploughed land, Sch.Ar.Pax1158.
[Seite 357] τό, Erkl. von ἄρωμα, Hesych.
ἀροτρίᾱμα: -ατος, τό, ἄρωμα, ἀλέτρισμα, ὄργωμα, μέρος ὠργωμένον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1158.