μυρτοπέταλον
English (LSJ)
τό, = πολύγονον ἄρρεν, Ps.-Dsc.4.4, Plin.HN27.113.
German (Pape)
[Seite 222] τό, Myrrhenblatt, eine Pflanze, Diosc.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sorte de plante.
Étymologie: μύρτος, πέταλον.
Greek (Liddell-Scott)
μυρτοπέτᾰλον: τό, εἶδος φυτοῦ, τὸ ἄρρεν πολύγονον, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθοις) 4. 4, Πλίν. 27. 91.
Greek Monolingual
μυρτοπέταλον, τὸ (Α)
είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + πέταλον.