A bound like an antelope, of the pulse, Herophil. ap. Gal.8.556, al.
[Seite 658] wie ein Reh springen, vom Pulse, Medic.
δορκᾰδίζω: πηδῶ, σκιρτῶ ὡς δορκάς, δορκαδίζων σφυγμός, Γαλην. 2. 259· πρβλ. δαμαλίζω.