κτηνόμορφος
German (Pape)
[Seite 1519] thiergestaltig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κτηνόμορφος: -ον, ἔχων μορφὴν κτήνους, Γεώργ. Πισίδ. Ἡρακλ. 2, 51.
[Seite 1519] thiergestaltig, Sp.
κτηνόμορφος: -ον, ἔχων μορφὴν κτήνους, Γεώργ. Πισίδ. Ἡρακλ. 2, 51.