A despair of oneself, ἐν ἀρρωστίαις Plb.33.17.1.
[Seite 687] unglücklich sein, Suid. aus Pol.
δυσποτμέω: εἶμαι ἀτυχής, δυστυχῶ, Πολύβ. Ἀποσπ. Γραμμ. 41.