κακοεργία

Revision as of 08:08, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

κᾰκο-εργός, = κακουργία, -γος, v. sub vocc.

German (Pape)

[Seite 1300] ἡ, das Schlechthandeln, die böse That, Gegensatz εὐεργεσία, Od. 22, 364. [ι des Verses wegen.]

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
méchanceté, méfait.
Étymologie: κακοεργός.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοεργία: эп. κᾰκοεργίη (ῑ) ἡ злодеяние, беззаконие Hom.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοεργία: κακοεργός, Ἐπικ. ἀντὶ κακουργία, κακοῦργος, ἴδε τὰς λέξ.

Spanish

maleficio

Greek Monolingual

κακοεργία, ἡ (Α)
βλ. κακουργία.

Greek Monotonic

κᾰκοεργία: κᾰκο-εργός, Επικ. αντί κακ-ουργία, -γος.

Léxico de magia

maleficio αἰτῶν καὶ παρακαλῶν, ὅπως διώξῃς ἀπ' ἐμοῦ, τοῦ δούλου σου, τὸν δαίμονα προβασκανίας καὶ τὸν κακοεργίας pidiendo y suplicando que alejes de mí, tu esclavo, al demonio del embrujamiento y al del maleficio C 9 10 (cj. Pr.)