ἀποφοίτησις
English (LSJ)
χωρισμός, ἀναχώρησις, Hsch.
German (Pape)
[Seite 335] ἡ, das Weggehen, Scheiden, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφοίτησις: -εως, ἡ, τὸ ἀποφοιτᾶν, ἀπέρχεσθαι, ἀναχώρησις, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2 .σ. 377D: - Ἐπιθ. -φοιτος, ον, ὁ ἀποφοιτήσας, ὁ ἀποχωρισθείς, Θεοφυλ. Σιμ. Ἱστ. σ. 84.