ἁλιάετος
English (LSJ)
poet. ἁλι-αίετος, ὁ,
A sea-eagle, prob. osprey, E.Fr.636, Ar. Av.891, Arist.HA619a4.
German (Pape)
[Seite 95] ὁ, Meeradler, H. A. 9, 32.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιάετος: ποιητ. -αίετος, ὁ, ὁ «θαλασσαετός», Λατ. falco haliaëtus, Εὐρ. Ἀποσπ. 637, Ἀριστοφ. Ὄρ. 891, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9, 32.