νεκροδοχεῖον
English (LSJ)
τό,
A burialplace, mausoleum, Luc.Cont.22.
German (Pape)
[Seite 237] τό, Todtenbehältniß, Luc. Cont. 22.
Greek (Liddell-Scott)
νεκροδοχεῖον: τό, κοιμητήριον, τάφος, μαυσώλειον, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκ. 22.
τό,
A burialplace, mausoleum, Luc.Cont.22.
[Seite 237] τό, Todtenbehältniß, Luc. Cont. 22.
νεκροδοχεῖον: τό, κοιμητήριον, τάφος, μαυσώλειον, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκ. 22.