παρείσακτος

Revision as of 09:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

ον,

   A introduced privily, Ep.Gal.2.4 : nickname of Ptolemy XI, Str. 17.1.8.

German (Pape)

[Seite 512] daneben eingeführt, eingeschlichen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρείσακτος: -ον, ὁ κρυφίως ἢ λαθραίως εἰσαχθείς, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 4· οὐ ξένον ... οὐδὲ π. Γρηγ. Ναζ. (;)· ― ἐπώνυμον Πτολεμαίου τινός, ὁ Κόκκης καὶ Παρείσακτος ἐπικληθεὶς Πτολεμαῖος Στράβ. 794.