ου, ὁ,
A = μάχλος, Hsch.:—fem. μαχλίς, Id.
[Seite 103] ὁ, = μάχλος, Hesych.
μάχλης: -ου, ὁ, = μάχλος, Ἡσύχ.· θηλ. μαχλίς, αὐτόθι.