ἐαρίδρεπτος
English (LSJ)
(-δροπος Bgk.), ον,
A plucked in spring, Pi.Fr.75.6.
Greek (Liddell-Scott)
ἐαρίδρεπτος: -ον, ὁ κατὰ τὸ ἔαρ δρεπόμενος, Πινδ. Ἀποσπ. 45. 7.
(-δροπος Bgk.), ον,
A plucked in spring, Pi.Fr.75.6.
ἐαρίδρεπτος: -ον, ὁ κατὰ τὸ ἔαρ δρεπόμενος, Πινδ. Ἀποσπ. 45. 7.