ἐγγυαλίζω
English (LSJ)
Ep. and Lyr. Verb, (γύαλον) prop.
A put into the palm of the hand, put into the hand, ἔεδνα ὅσσα οἱ ἐγγυάλιξα Od.8.319; ἐγὼ δέ τοι ἐγγυαλίξω I will put him into your hands, 16.66; ὁ δ' αὖτ' ἐμοὶ ἐγγυάλιξεν (sc. τοὺς ἵππους) Il.23.278; freq. of the gods, καί τοι Ζεὺς ἐγγυάλιξε σκῆπτρόν τ' ἠδὲ θέμιστας 9.98; τιμήν . . ὄφελλεν Ὀλύμπιος ἐγγυαλίξαι 1.353; τότε οἱ κράτος ἐγγυαλίξω 11.192; ὁτέοισιν κῦδος . . ἐγγυαλίξῃ 15.491, cf. A.R.2.55, etc.; ἐ. ὄλβον Pi.Pae.6.133, cf. I.8 (7).46, Hegem. ap. Ath.15.698d.
German (Pape)
[Seite 701] (γύαλον), fut. ἐγγυαλίξω, in die (hohle) Hand geben, einhändigen; σκῆπτρόν τινι, Il. 1, 98; τιμήν, κῦδος, κράτος u. ähnl., 1, 353. 2, 436; auch τινά τινι, Jemanden in des Andern Schutz geben, Od. 16, 66; λίθον τινί, Hes. Th. 485; auch Pind. I. 7, 43 u. sp. D., wie Ap. Rh. 1, 489.