πτολιπόρθης
English (LSJ)
A v. πτολίπορθος.
German (Pape)
[Seite 811] ὁ, = πτολίπορθος, Aesch. Ag. 459.
Greek (Liddell-Scott)
πτολῐπόρθης: -ου, ὁ, ἴδε πτολίπορθος.
A v. πτολίπορθος.
[Seite 811] ὁ, = πτολίπορθος, Aesch. Ag. 459.
πτολῐπόρθης: -ου, ὁ, ἴδε πτολίπορθος.