ἀναθεματίζω

Revision as of 10:58, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

   A devote to evil, LXXNu.21.2, Jo.6.20, al., Tab.Defix. Aud.41 A, Cod.Just.1.1.5.3; ἀναθέματι ἀ. LXXDe.13.15; but ἀναθέματι ἀ. ἑαυτούς bind themselves by a curse, c. inf., Act.Ap.23.14:—Pass., to be devoted to evil, LXXNu.18.14.    II intr., curse and swear, Ev.Marc.14.71.

German (Pape)

[Seite 188] zum ἀνάθεμα machen, verfluchen, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναθεμᾰτίζω: ἀφιερῶ τι ὡς ἀνάθημα, Ἑβδ. (Ἀριθμ. κα΄, 2, 3,) 2) ἀναθεματίζω, παραδίδω εἰς τὸ ἀνάθεμα, Ἑβδ. (Ἰησ. Ναυ. ϛ΄, 20, Μακκ. Α. ε΄ , 5.) «ἀναθέματι ἀναθετιεῖται αὐτήν», Δευτ. ιγ΄, 15· - ἀλλ’: «ἀναθέματι ἀναθεματίσαμεν ἑαυτούς», συνεδέθημεν δι’ ἀναθεματισμῶν, συνωμόσαμεν διὰ φοβερῶν ὄρκων καὶ ἀρῶν νὰ πράξωμέν τι, Πράξ. Ἀποστ. κγ΄, 14: - Παθ., εἶμαι ἀφιερωμένος, «πᾶν ἀνατεθεματισμένον ἐν υἱοῖς Ἰσραὴλ σοὶ ἔσται», Ἑβδ. (Ἀριθ. ιη΄, 14). 3) ἀποχωρίζω τῆς κοινωνίας, ἀφορίζω, Συλλ. Ἐπιγρ. 8953, -55, -59, καὶ ἀλλ. ΙΙ. ἀμετ., καταρῶμαι, βλασφημῶ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ΄, 71.