δυσδιήγητος
English (LSJ)
ον,
A hard to narrate, LXX Wi.17.1.
German (Pape)
[Seite 678] schwer zu erzählen, LXX u. K. S.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιήγητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ διηγηθῇ τις, Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. ιζ΄, 1), Ἐκκλ.
ον,
A hard to narrate, LXX Wi.17.1.
[Seite 678] schwer zu erzählen, LXX u. K. S.
δυσδιήγητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ διηγηθῇ τις, Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. ιζ΄, 1), Ἐκκλ.