καμμαρίς

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

German (Pape)

[Seite 1317] ίδος, ἡ, = Folgdm, Galen.

Greek Monolingual

καμμαρίς, -ίδος ἡ (Α)
(θηλ. του κάμμαρος) είδος γαρίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κάμμαρος.