ἀλφιτηδόν
English (LSJ)
Adv.
A like ἄλφιτα, Dsc.Eup.2.51. II of fractures, where bone is comminuted, Gal.10.424, Paul.Aeg. 6.89.
German (Pape)
[Seite 112] wie Gerstengraupen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλφῐτηδόν: ἐπίρρ. = ὡς ἄλφιτα, Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 2. 49. ΙΙ. ἐπὶ καταγμάτων, ὅτε τὸ ὀστοῦν συνετρίβη εἰς πολλὰ τεμάχια, Γαλην., Παῦλ. Αἰγ.