τετραπρόσωπος

Revision as of 10:06, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

ον,

   A with four faces or fronts, βωμός Plu. 2.308a; ἀριθμός, of the τετράς, Herm. in Phdr.p.107 A.

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Gesichtern, Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα πρόσωπα ἢ μέτωπα, βωμὸς Πλούτ. 2. 308Α˙ ὅρασιν ζῴου τετραπροσώπου Ἀθαν. Τ. 2, σ. 100D.