διαμελίζομαι
English (LSJ)
A rival in singing, Plu.2.973b.
German (Pape)
[Seite 589] um die Wette singen, Plut. sol. an. 19.
Greek (Liddell-Scott)
διαμελίζομαι: μέσ., διαγωνίζομαι εἰς τὸ ᾄδειν, Πλούτ. 2. 973Β.
A rival in singing, Plu.2.973b.
[Seite 589] um die Wette singen, Plut. sol. an. 19.
διαμελίζομαι: μέσ., διαγωνίζομαι εἰς τὸ ᾄδειν, Πλούτ. 2. 973Β.