πενητεύω
English (LSJ)
A to be poor, Ps.-Phoc.28, Crates Ep.18, Phld.Rh.2.172 S., Nic. Dam.44.3 J., etc. ; π. τινός Emp.57.3.
German (Pape)
[Seite 554] arm oder dürftig sein, Phocyl. 26 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πενητεύω: εἶμαι πένης, σὴν χεῖρα πενητεύουσιν ὅρεξον Ψευδο-Φωκυλ. 26· π. τινὸς Ἐμπεδ. 309. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 133.