πενητεύω

Revision as of 10:11, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

English (LSJ)

   A to be poor, Ps.-Phoc.28, Crates Ep.18, Phld.Rh.2.172 S., Nic. Dam.44.3 J., etc. ; π. τινός Emp.57.3.

German (Pape)

[Seite 554] arm oder dürftig sein, Phocyl. 26 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πενητεύω: εἶμαι πένης, σὴν χεῖρα πενητεύουσιν ὅρεξον Ψευδο-Φωκυλ. 26· π. τινὸς Ἐμπεδ. 309. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 133.