χωροθεσία
English (LSJ)
ἡ,
A geographical situation, Ps.-Plu.Fluv.5.1.
German (Pape)
[Seite 1388] die Lage eines Landes, einer Gegend, Plut. de fluv. 5, 1.
Greek (Liddell-Scott)
χωροθεσία: ἡ, ἡ θέσις χώρας τινός, ἡ τοπογραφικὴ θέσις αὐτῆς, Πλούτ. 2. 1150C. -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.