ψυχαγωγικῶς
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
Spanish
Translations
persuasively
Catalan: persuasivament; French: persuasivement; Galician: persuasivamente; Greek: πειστικά, με πειθώ, με τρόπο πειστικό; Ancient Greek: πιθανῶς, πιστῶς, προτρεπτικῶς, ψυχαγωγικῶς; Italian: persuasivamente; Portuguese: persuasivamente; Spanish: persuasivamente