κυητήριος

Revision as of 10:06, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

English (LSJ)

α, ον,

   A aiding conception, πρόσθετον κ. Hp.Nat.Mul.109: as Subst. κυητήριον, τό, Id.Mul.1.75, al.

German (Pape)

[Seite 1525] zum Empfangen gehörig, es befördernd, φάρμακον, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

κυητήριος: -α, -ον, βοηθῶν, συντελῶν εἰς σύλληψιν, πρόσθετον κ. Ἱππ. 586. 47· ὡς οὐσιαστ., κυητήριον, τό, ὁ αὐτ. 621. 15, κτλ.