ἀπεκδύομαι

Revision as of 10:51, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

English (LSJ)

fut. -δύσομαι [ῡ]: aor. 1 -εδῡσάμην:—

   A strip off oneself: metaph., put off, τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον Ep.Col.3.9.    II strip off for oneself, despoil, τινά ib.2.15.

German (Pape)

[Seite 285] (s. δύω), sich ausziehen u. so zum Kampfe rüsten, Ios.; ablegen, z. B. Gewohnheiten, N.T.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεκδύομαι: μέλλ. -δύσομαι [ῡ]: ἀόρ. α΄ -εδυσάμην: ἐκβάλλω τὰ ἱμάτιά μου, ἐκδύομαι, μεταφ. ῥίπτω μακρὰν ἀπ’ ἐμοῦ, ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον Ἐπιστ. π. Κολασσ. γ΄, 9: παρ’ Ἐκλ. - ἴδε μετεκδύομαι. ΙΙ. ἀπογυμνῶ, ἀποστερῶ, Ἐπιστ. π. Κολασσ. β΄, 15. - ὁ τύπος ἀπεκδιδύσκομαι εὕρηται παρ’ Ἀθανασ. τ. 2, σ. 58Β.