ἐθελόπορνος
English (LSJ)
ον,
A voluntary catamite, Anacr.21.7.
German (Pape)
[Seite 718] der Hurerei aus eigener Neigung ergeben, Anacr. bei Ath. XII, 533 f.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελόπορνος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἑκουσίως εἰς πορνείαν δεδομένη, ἀρτοπώλῃσιν κἠθελοπόρνοισιν ὁμιλέων ὁ πονηρὸς Ἀρτέμων Ἀνακρ. παρ’ Ἀθην. 533F.