δυσκαταγώνιστος

Revision as of 12:59, 18 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

δυσκαταγώνιστον, hard to overcome, Plb.15.15.8, D.H.3.7; hard to refute, Id.Rh.8.3; τὸ δυσκαταγώνιστον = impregnability, Corn.ND20.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de derrotar del ejército romano, Plb.15.15.8, cf. App.BC 4.137, Basil.M.31.508C, τοῖς διὰ τὸ μέγεθος δυσκαταγωνίστοις (ἰχθύσι) D.S.3.15, cf. 37, de los persas, Sch.A.Pers.1013aM., de Gerión, Sch.Ar.Ach.1082c
neutr. subst. τὸ δυσκαταγώνιστον = cualidad de inexpugnable Corn.ND 20.
2 fig. difícil de dominar, rebelde de pers. οἱ μεμηνότες ... τῇ θεραπείᾳ δυσκαταγώνιστοι los locos ... rebeldes al tratamiento Luc.Abd.17, cf. Vett.Val.236.3
de abstr. difícil de superar o vencer ἰσχύς D.H.3.7, καιροί Vett.Val.263.24, ἆθλον Gr.Nyss.Hom.in Eccl.368.16, πόλεμος Lib.Eth.12.2, αἱ τῆς φύσεως ὁρμαί Them.Or.8.120a, δυσκαταγωνιστότερον δὲ φυλακτήριον εὔνοια φόβου la benevolencia es protección más invencible que el miedo Them.Or.19.231d, νόσος Pall.in Hp.165
neutr. subst. τὸ δυσκαταγώνιστον = dificultad de superar Gal.8.689
ret. difícil de refutar op. εὐδιάλυτος D.H.Rh.8.3.

German (Pape)

[Seite 682] schwer zu bekämpfen, Pol. 15, 15 u. Sp. Bei Rhet. = schwer zu widerlegen.

Russian (Dvoretsky)

δυσκαταγώνιστος: трудно одолимый (δύσμαχος καὶ δ. Polyb.; τῇ βίᾳ Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσκατᾰγώνιστος: -ον, ὃν δυσκόλως καταγωνίζεταί τις, δυσκατάβλητος, Πολύβ. 15. 15, 8, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσκαταγώνιστος, -ον)
αυτός που δύσκολα καταβάλλεσαι σε αγώνα
αρχ.
(για επιχείρημα) αυτός που δύσκολα αναιρείται ή ανασκευάζεται.