φάγιλος

Revision as of 11:35, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

ὁ,

   A a lamb, either when it begins to be eatable or to eat alone, Arist.Fr.507; written φαγηλός, φαναός in Hsch., φανυλός in Eust.1625.38.

German (Pape)

[Seite 1249] ὁ, ein Lamm, eine junge Ziege, eigtl. wenn es anfängt, eßbar zu werden od. allein zu fressen, Plut. qu. gr. 14 aus Arist.; auch φαγαλός u. φαγηλός geschrieben, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φάγῐλος: ὁ, ἀμνὸς ὅταν καταστῇ φαγώσιμος ἢ ὅταν ἀρχίζῃ νὰ βόσκηται, Ἀριστ. Ἀποσπ. 464· φέρεται φαγηλός, φαναὸς παρ’ Ἡσύχ., φανυλὸς παρ’ Εὐστ. 1625. 38.