A tread under foot, AP7.544.
[Seite 208] durchschreiten, δρυμόν Ep. ad. 644 (VII, 544).
ἀναστείβω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ στείβω, Ἀνθ. Π. 7. 544.