ἐκδοτέον
English (LSJ)
A one must give up, τοὺς αἰτίους Plb.3.21.7 ; Καίσαρα τοῖς βαρβάροις Plu.Caes.22, cf. Ph.2.314. 2 one must give in marriage, Ar.Av.1635, Pl.Ep. 361d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδοτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις να παραδώσῃ, Πλουτ. Καῖσ. 22. 2) πρέπει τις να δώσῃ εἰς γάμον, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1635, Πλάτ. Ἐπιστ. 361D.