A bellow forth or aloud, E.Hel.1557 ; στεναγμὸν ἡδὺν ἐ. Id.IT1390.
[Seite 755] losbrüllen, Eur. Hel. 1557; στεναγμὸν ἡδύν, ausstoßen, I. T. 1390.
ἐκβρῡχάομαι: ἀποθ. βρυχῶμαι ἰσχυρῶς, Εὐρ. Ἑλ. 1557· ἐκπέμπω, στεναγμὸν ἡδὺν ἐκβρ. ὁ αὐτ. Ι. Τ. 1390.