οὐρανόπολις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A celestial city, of Rome, Ath.1.20c.
German (Pape)
[Seite 417] ἡ, Himmelsstadt, himmlische, göttliche Stadt, Ath. I, 20 c, von Rom.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρᾰνόπολις: -εως, ἡ, ἡ οὐρανία πόλις, ἐπὶ τῆς Ρώμης, Ἀθήν. 20C· ἐπὶ τῆς Ἱερουσαλήμ, Κλήμ. Ἀλ. 242· ἐπὶ τοῦ Βυζαντίου, Κ. Μανασσ. Χρον. 5493.