εὐπερίληπτος
English (LSJ)
ον,
A easily embraced, Hippiatr.14. 2 metaph., limited, ὑποθέσεις Plb.7.7.6. II easy to comprehend, ἀνθρώπῳ Porph.Abst.3.4.
German (Pape)
[Seite 1088] leicht zu umfassen, also nicht sehr ausgedehnt, Pol. 7, 7, 6.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπερίληπτος: -ον, εὐκόλως περιλαμβανόμενος· ἐντεῦθεν, συνεσταλμένος, στενός, Πολύβ. 7. 7, 6. ΙΙ. εὐκόλως κατανοούμενος, Πορφυρίου περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 3. 4.