ἡ,
A poverty, Hsch.; also χέρνη, ἡ, Sch.Orib.inc.22(6).13.
[Seite 1350] ἡ, die Armuth, Hesych., der davon χερνής ableitet.
και χέρνη, ἡ, Α
πενία, φτώχεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. επινοημένος από τους γραμματικούς για να διευκολυνθεί η ετυμολόγηση της λ. χερνής].