χέρνα

Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

ἡ,

   A poverty, Hsch.; also χέρνη, ἡ, Sch.Orib.inc.22(6).13.

German (Pape)

[Seite 1350] ἡ, die Armuth, Hesych., der davon χερνής ableitet.

Greek Monolingual

και χέρνη, ἡ, Α
πενία, φτώχεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. επινοημένος από τους γραμματικούς για να διευκολυνθεί η ετυμολόγηση της λ. χερνής].