χοροστάτης
English (LSJ)
[ᾰ], Dor. χορο-στάτας, ου, ὁ,
A leader of a chorus, IG12(2).645.36 (Nesus, iv B. C.), Him.Or.9.3, Jul.Ep.186:—fem. χορο-στάτις, ἡ, Alcm.23.84.
German (Pape)
[Seite 1367] ὁ, der den Chor, den Reigentanz anstellt, anführt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χοροστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ τὸν χορὸν ἱστάς, ὁ χοροστατῶν, ὁ τοῦ χοροῦ ἐξάρχων ἢ κατάρχων, Ἱμέρ. 9. 3, Ἰουλιαν. 421Α. Ἐντεῦθεν ἐπίθ. χοροστατικός, ή, όν, ἡ χ. Ρήτορες (Walz) τ. 9. 196.