ές, (πήγνυμι)
A made of hides, ῥόπτρα Plu. Crass.23.
[Seite 468] ές, von Leder gemacht, ῥόπτρα Plut. Crass. 23.
βυρσοπᾰγής: -ές, (πήγνυμι) ἐκ δερμάτων κατεσκευασμένος, Πλούτ. Κράσσ. 23.